ἀναλλοίωτος — unchangeable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλλοίωτος — Στα μαθηματικά, έστω μία ομάδα (σύμπλεγμα) G μετασχηματισμών του επιπέδου, του χώρου ή, γενικότερα, ενός συνόλου, έστω E, στον εαυτό του. Μία έννοια ή μία ιδιότητα –που αφορά ένα σχήμα του επιπέδου, του χώρου ή του συνόλου E– ονομάζεται α. ως… … Dictionary of Greek
ἀναλλοιώτως — ἀναλλοίωτος unchangeable adverbial ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλλοίωτον — ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem acc sg ἀναλλοίωτος unchangeable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπασών — Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα… … Dictionary of Greek
ἀναλλοιώτοις — ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλλοιώτου — ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλλοιώτους — ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλλοιώτῳ — ἀναλλοίωτος unchangeable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλλοίωτα — ἀναλλοίωτος unchangeable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)